- επηρέμησις
- ἐπηρέμησις, η (Α)παύση, διακοπή (μεταξύ συστολής-διαστολής τού σφυγμού).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπηρέμησις — pause fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεμήσεις — ἐπηρέμησις pause fem nom/voc pl (attic epic) ἐπηρέμησις pause fem nom/acc pl (attic) ἐπηρεμέω rest after aor subj act 2nd sg (epic) ἐπηρεμέω rest after fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέμησιν — ἐπηρέμησις pause fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεμήσεων — ἐπηρεμήσεω̆ν , ἐπηρέμησις pause fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)